υπειλούμαι

υπειλούμαι
-έομαι, Α
1. χώνομαι από κάτω, σέρνομαι από κάτω
2. (για επίδεσμο) περνιέμαι από κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + εἰλοῦμαι «συστρέφομαι, περιτυλίσσομαι, συστέλλω, μαζεύω το σώμα μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”